- φλέγος
- -ους, τὸ, Α(κατά τον Ησύχ.) «φλέγοςτὸ φλέγμα».[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος (για τη μορφή φλεγεσ- τού θ., στην οποία οδηγεί το σιγμόληκτο ουδ., βλ. και λ. φλέγω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλέγος — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλέγει — φλέγος neut nom/voc/acc dual (attic epic) φλέγεϊ , φλέγος neut dat sg (epic ionic) φλέγος neut dat sg φλέγω burn pres ind mp 2nd sg φλέγω burn pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek
Campi Flegrei — Infobox Mountain Name= Campi Flegrei Photo= Pozzuoli NASA ISS004 E 5376 modified names.jpg Caption= NASA Space Shuttle photo of Campi Flegrei, with main features labeled. Elevation=convert|458|m|ftVNUM|1=0101 01=|2=Campi Flegreiaccessdate|2008 09 … Wikipedia
Champs Phlégréens — Pour les articles homonymes, voir Champs Phlégréens de la mer de Sicile et Champs. Champs Phlégréens Image sa … Wikipédia en Français
ημιφλεγής — ές ἡμίφλεκτος* [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φλεγης (< φλέγος, το), πρβλ. ερι φλεγής, πυρι φλεγής] … Dictionary of Greek
κοσμοφλεγής — κοσμοφλεγής, ές (Μ) αυτός που καταφλέγει, που κατακαίει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φλεγής (< φλέγος, τὸ), πρβλ. βραδυ φλεγής, πυρι φλεγής] … Dictionary of Greek
ομοφλεγής — ὁμοφλεγής, ές (Α) αυτός που καίει, που φλέγει εκ παραλλήλου ή αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φλεγης (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. κοσμο φλεγής] … Dictionary of Greek
περιφλεγής — ές, Α με φλόγες από παντού. Επιρρ. περιφλεγῶς με μεγάλη φλόγα, με μεγάλη δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φλεγής (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. επι φλεγής] … Dictionary of Greek
πυριφλεγής — ές, ΝΜΑ αυτός που φλέγεται σαν τη φωτιά, αυτός που αναδίδει πύρινες φλόγες νεοελλ. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός που ενεργεί με ζέση β) (για τον έρωτα) σφοδρός, δυνατός, φλογερός αρχ. αυτός που παρουσιάζει μεγάλη φλόγωση («πυριφλεγεῑς ὑστέραι»,… … Dictionary of Greek